- λιγοψυχιά
- και ολιγοψυχία, η (Α ολιγοψυχία, ιων. τ. ολιγοψυχίη) [ολιγόψυχος]1. έλλειψη θάρρους ή αντοχής, δειλία, ανανδρία2. τάση για εμετό ή για λιποθυμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγοψυχιά — η ατολμία, δειλία, φόβος: Μας βρήκε η νύχτα στο δάσος και μας έπιασε λιγοψυχιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοψυχία — η (Α ὀλιγοψυχία, ιων. τ. ὀλιγοψυχίη) βλ. λιγοψυχιά … Dictionary of Greek
λιποψυχία — η δείλιασμα, λιγοψυχιά: Η λιποψυχία του τον έκανε να νιώθει ντροπή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ολιγοψυχία — ολιγοψυχία, η και λιγοψυχία, η 1. έλλειψη θάρρους, δειλία. 2. τάση για λιποθυμία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)